- ἱκανότης
- ἱκᾰν-ότης, ητος, ἡ,A sufficiency, fitness, Id.Ly.215a.II a sufficiency,
παίδων Id.Lg.930c
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παίδων Id.Lg.930c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἱκανότης — sufficiency fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανότητα — ἱκανότης sufficiency fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανότητι — ἱκανότης sufficiency fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανότητος — ἱκανότης sufficiency fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱՒԱԿԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 477 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 13c գ. τὸ αὑταρκή, αὑτάρκεια, ἰκανότης sufficientia, περιουσία abundantia Բաւական գոլ իրաց. չափաւորութիւն. բաւական պէտք. շատութիւն. առատութիւն. *Կշռեա՛ ինձ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… … Dictionary of Greek